κυνηγετική

κυνηγετική
κυνηγετικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυνηγετικῇ — κυνηγετικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • αιγανέη — αἰγανέη, η (Α) λόγχη κυνηγετική, ακόντιο (τής ομηρικής εποχης)· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. παράγωγο ενός τ. *αἴγ ανον, δηλωτικού κάποιου «ριπτομένου οργάνου, ακοντίου» (πρβλ. δρέπ ανον, φάσγ ανον κ.τ.ό.), από την ΙΕ ρίζα *aiĝ («κινούμαι… …   Dictionary of Greek

  • θηρευτήρ — θηρευτήρ, ό και θηλ. θηρεύτρια (Α) [θηρεύω] 1. ο θηρευτής, ο κυνηγός 2. (το θηλ. και ως επίθ.) θηρευτική, κυνηγετική …   Dictionary of Greek

  • καραμπίνα — (carabina). Κοντό και ελαφρύ φορητό όπλο, που εφευρέθηκε περίπου στα τέλη του 15ου αι. Ο σωλήνας της μπορεί να φέρει εσωτερικές ραβδώσεις, οπότε εκσφενδονίζει μόνο ένα βλήμα, ή να είναι λείος (κυνηγετική κ.), οπότε εκτοξεύει μικρές σφαίρες. Τον… …   Dictionary of Greek

  • κυνηγάτο — κυνηγᾱτο, τὸ (Μ) ομάδα που συνοδεύει στο κυνήγι, κυνηγετική συνοδεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + κατάλ. ᾶτο (πρβλ. καπεταν άτο, κομιτ άτο)] …   Dictionary of Greek

  • κυνηγέσιο — το (AM κυνηγέσιον, Μ και κυνηγέσιν) [κυνηγέτης] ομάδα στην οποία μετέχουν πολλοί κυνηγοί και κυνηγετικά σκυλιά, κυνηγετική συνοδεία («καὶ τὸ κυνηγέσιον πᾱν συμπέμψω», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κυνήγι, θήρα («περὶ τὰ κυνηγέσια καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἠνάγκασαν… …   Dictionary of Greek

  • κυνηγετικός — ή, ό (AM κυνηγετικός, ή, όν) [κυνηγέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κυνηγό ή στο κυνήγι («κυνηγετικό όπλο») 2. ο ικανός και έμπειρος στο κυνήγι (α. «κυνηγετικά σκυλιά» β. «οὐδέ γε κύνας πᾱς ἐπίσταται θεραπεύειν, ἀλλ ὁ κυνηγετικός»,… …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • πήρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.) νεοελλ. 1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”